-
1 κήδω
Aἔκηδον Il.5.404
, [dialect] Ep.κήδεσκον Od.23.9
: [tense] fut.κηδήσω Il.24.240
:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] pres. in Hom., etc.; [dialect] Dor.imper.: [dialect] Ep. [tense] impf.κηδέσκετο Od.22.358
: [tense] fut. κεκᾰδήσομαι Il. 8.353: [tense] aor. imper. (lyr.): [tense] pf. κέκηδα (in [tense] pres. sense) Tyrt.12.28.I [voice] Act., trouble, distress, c.acc.pers.,ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς Il.5.404
; μῆλα δὲ κήδει (sc. χειμών) 17.550;ὅττι ἑ κήδοι Od.9.402
;ὅτι μ' ἤλθετε κηδήσοντες Il.24.240
;Λύγδαμιν οὐ γὰρ ἐμὴ τῆμος ἔκηδε κάσις Call.Aet.3.1.23
:—[voice] Act. only in [dialect] Ep. and Eleg.II [voice] Med. and [voice] Pass., to be concerned, care for..: c. gen., of persons or cities,κήδετο γὰρ Δαναῶν Il.1.56
; τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν; 6.55; , cf. 11.665;ὅς τέ μευ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος Od.22.358
, cf. Hdt.1.209, 9.45, S.Aj. 203 (anap.), Th.6.14, Pl.Chrm. 173a, Ph.1.359, etc.;Ἄργεος Call. Lav.Pall.
l.c.; mourn for..,Epigr.Gr.
243.25 (Pergam.): c. gen.rei,τῶν ἀλφίτων Ar.Nu. 106
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1320a6
;τῶν ἔργων POxy.1682.13
(iv A.D.): folld. by a Verb,κ. μὴ ἀπόλωνται Hdt.7.220
;κ.ἵνα μὴ δύῃ Pl.Plt. 273d
;κ. φόβῳ τοῦ πνιγῆναι Aët.8.63
: abs. in part. κηδόμενος, η, ον, caring for a person, anxious,φιλέουσά τε κηδομένη τε Il.1.196
; ἀνέρι κηδομένῳ distressed, 16.516; freq.in Hom. at end of verse, κηδόμενός περ, κηδομένη περ, Il.7.110, 1.586;εὐνοῶν τε καὶ κ. Ar.Nu. 1410
; [dialect] Dor.καδόμενος Pi.O.6.47
.2 Inscrr., take charge of,τοῦ μνημείου τούτου ἡ γερουσία κ. SIG1244
(Cos, ii/iii A.D.), cf. 1228 (Ephesus, iii A.D.). -
2 ἀπορέω
------------------------------------Aἀπορίομες X.HG1.1.23
: [tense] aor.ἠπόρησα Th.1.63
, etc.: [tense] pf. , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. ἀπορηθήσομαι ([etym.] συν-) S.E.M.10.5, but [voice] Med. in pass. senseἀπορήσομαι Arist. MM 1200a11
: [tense] aor. ἠπορήθην, [tense] pf. ἠπόρημαι, both in act. and pass. sense (v. infr.):— to be ἄπορος, i. e. without means or resource: hence,1 to be at a loss, be in doubt, be puzzled, mostly folld. by relat. clause,ἀ. ὅκως διαβήσεται Hdt.1.75
;ὅτῳ τρόπῳ διασωθήσεται Th.3.109
;ὅ τι λέξω δ' ἀπορῶ S.OT 486
(lyr.); ἀ. ὅπῃ, ὁπόθεν, ὅποι, Th.1.107, 8.80, X. HG5.4.44;ὅτι χρὴ ποιεῖν Id.Cyr.4.5.38
;τίνα χρὴ τρόπον.. D.3.3
;ἀ. εἰ.. Pl.Prt. 326e
;πότερα.. X.Mem.1.4.6
; ἀ. ὁποτέραν τῶν ὁδῶν τράπηται ib.2.1.21; ἀ. μή.. fear lest.., Pl.Alc.2.142d: with acc.added, ἀ. τὴν ἔλασιν ὅκως διεκπερᾷ to be at a loss about his march, how to cross, Hdt.3.4: c. acc. only, ἀ. τὴν ἐξαγωγήν to be at a loss about it, Id.4.179, cf. Ar.Ec. 664, Pl.Prt. 348c, al.: also c. inf., to be at a loss how to do, Ar.V. 590, Pl.Plt. 262e, Lys.9.7:—alsoἀ. περί τινος Pl.Phd. 84c
, Grg. 462b, al.;ἀ. διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων ὅθεν ἄρξομαι And. 4.10
; : abs., Hdt.6.134; οὐκ ἀπορήσας without hesitation, Id.1.159; , etc.:— [voice] Med. used like [voice] Act., Hdt.2.121.γ; ὡς ἠπόρημαι.. τάδε E.IA 537
;ἠπορούμην ὅτι χρησαίμην Lys.3.10
, cf. Pl.Prt. 321c: so in [tense] aor. [voice] Pass.,πολλὰ.. ἀπορηθείς D.27.53
.2 in Dialectic, start a question, raise a difficulty,ἀπορία ἣν ἀπορεῖς Pl.Prt. 324d
;ἀ. περί τινος Arist.Ph. 194a15
, al.;τὰ αὐτὰ περί τινος Metaph. 1085a35
;ἀ. πότερον.. Pol. 1283b36
;ἀπορήσειε δ' ἄν τις τί.. EN 1096a34
, cf. 1145b21, Plb.1.64.1, al.:—[voice] Pass., τὸ ἀπορούμενον, τὸ ἀπορηθέν, the difficulty just started, the puzzle before us, Pl.Sph. 243b, Lg. 799c, cf. Hp.VM1;τὰ ἠπορημένα Arist.Pol. 1281a38
; ἀπορεῖται there is a question or difficulty,πότερον.. Id.EN 1c99
b9; μή.. ib. 1159a6.3 [voice] Pass., of things, to be left wanting, left unprovided for,τῶν δεομένων γίγνεσθαι οὐδὲν ἀπορεῖται X.Lac.13.7
, cf. Oec.8.10; to fail, turn out a failure, opp. εὐπορεῖσθαι, Hp.Art.47.II c. gen. rei, to be at a loss for, in want of,ἀπορεῖς δὲ τοῦ σύ; S.Ph. 898
; ; ; τροφῆς Thuc.8.81;ξυμμάχων X.Cyr.4.2.39
;τοσαύτης δαπάνης Id.Mem.1.3.5
; :—[voice] Med., Id.Lg. 925b.III ἀ. τινί to be at a loss by reason of, by means of something, X.An.1.3.8, Isoc.4.147.IV to be in want, be poor, opp. εὐπορέω, in [voice] Med.,ὅταν ἀπορῆταί τις Antiph.123
, but [voice] Act., Timocl.11, E.Fr.953.19; opp. πλουτέω, Pl. Smp. 203e:—[voice] Pass.,ἄνθρωπος ἠπορημένος Com.Adesp.249
.—Chiefly Prose and Com.; never in A., thrice in S., twice in E.
См. также в других словарях:
αλφιτοσκόπος — ἀλφιτοσκόπος, ο (Α) κατά τον Ησύχ. ο «ἀλφιτομάντις», αυτός που ασκεί τη μαντική τών αλφίτων, την αλευρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + σκόπος < σκοπός] … Dictionary of Greek
φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… … Dictionary of Greek
φειδαλφιτώ — έω, Α [φειδάλφιτος] κάνω οικονομία στα άλφιτα («φειδαλφιτεῑν, τὸ φείδεσθαι τῶν ἀλφίτων, οἷον τροφῆς καὶ σιτίων», Φρύν.) … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ … Deutsch Wikipedia
λούκα — (Lucca). Πόλη (79.783 κάτ. το 2001) της κεντρικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.773 τ. χλμ., 364.113 κάτ. το 2001) της Τοσκάνης. Στην περιοχή της Λ. καλλιεργούνται βαμβάκι, σιτηρά, οπωροφόρα και ελιές. Στη Λ. υπάρχουν πολλά… … Dictionary of Greek
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek